- γεννητικούς
- γεννητικόςgenerativemasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θαλασσίνη — Αζωτούχο κρυσταλλικό δηλητήριο, που βγαίνει από τους γεννητικούς αδένες των ακτινίων όπως και η συμφορητίνη. Το 1902 ο Σ. Ρισέ διαχώρησε αυτές τις τοξικές ουσίες με την επίδραση αλκοόλης. Έτσι, κατόρθωσε να αποδείξει ότι η θ., διαλυτή σε μείγμα… … Dictionary of Greek
γοναδαγωγός — ο ο ένας από τους δύο εμβρυϊκούς γεννητικούς αγωγούς οι οποίοι αποτελούν τις καταβολές τών γεννητικών αγωγών … Dictionary of Greek
ευνουχίζω — και μουνουχίζω (ΑΜ εὐνουχίζω) [ευνούχος] αφαιρώ ή καταστρέφω τους γεννητικούς αδένες κάποιου, καθιστώ κάποιον ευνούχο, στειρώνω («εἰσὶν εὐνοῡχοι οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτοὺς διὰ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανών», ΚΔ) αρχ. (μτφ. για τη γη) μεταβάλλω σε… … Dictionary of Greek
εχινοειδή — Ομοταξία εχινόδερμων ζώων. Τo σώμα τους αποτελείται από δύο ασβεστολιθικές πλάκες ενωμένες μεταξύ τους, που σχηματίζουν ένα στρογγυλό όστρακο που φέρει αγκάθια. Αν αφαιρεθούν τα αγκάθια, τότε φαίνεται η διάταξη των πλακών, σε πέντε ζώνες με… … Dictionary of Greek
μελαγκόρυφος — μελαγκόρυφος, ὁ (ΑM) 1. είδος πτηνού που έχει την κορυφή τού κεφαλιού μαύρη 2. (κατά τον Ησύχ.) «μελαγκόρυφοι, οἱ ἀποκεκρυμμένοι ἄμεινον δὲ νοεῑν οἱ ἄνθρωποι μελαγκορύφους, μοιχούς τοὺς γεννητικοὺς ἀνθρώπους». [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + κορυφή… … Dictionary of Greek
παρωτίτιδα — (Ιατρ.). Φλεγμονή της παρωτίδας. Η πιο γνωστή μορφή είναι η επιδημική π. (μαγουλάδες), λοιμώδης νόσος μεγάλης μεταδοτικότητας, που οφείλεται σε έναν ιό, ο οποίος προσβάλλει και τους γεννητικούς αδένες, τους δακρυϊκούς αδένες, το πάγκρεας και τις… … Dictionary of Greek
περίπρωκτος — ο, Ν ζωολ. 1. εδρική περιοχή τών αχινών, η οποία περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τη μαδρεπορική πλάκα, τους πέντε γεννητικούς πόρους και τις κορυφαίες πλάκες 2. πυγίδιο … Dictionary of Greek
σπονδυλωτά — Ζώα που αποτελούν ένα τμήμα του τύπου των χορδωτών, ο οποίος υποδιαιρείται με τη σειρά του στους δυο υποτύπους των αγνάθων και των γναθόστομων. Ο πρώτος υποτύπος περιλαμβάνει τις δυο τάξεις των οστρακόδερμων (απολιθωμένων σ. που έζησαν κατά το… … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
όρχις — (I) ὄρχις, εως, ἡ (Α) είδος ελιάς, αλλ. ορχάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ὄρχις (II) με αλλαγή γένους. Το είδος αυτό ονομάστηκε έτσι λόγω τού σχήματος τών καρπών του]. (II) ο (ΑΜ ὄρχις, εως, Α ιων. γεν. ιος) 1. καθένας από τους γεννητικούς… … Dictionary of Greek